- κλειόμενος
- κλέωtell ofpres part mp masc nom sgκλείω 1shutpres part mp masc nom sgκλείω 2celebratepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλιμακώδης — κλιμακώδης, ῶδες (Α) [κλίμαξ] αυτός που μοιάζει με κλίμακα, που έχει σχήμα κλίμακας («ὀφρύσι κλειόμενος ὑψηλαῖς τε καὶ ὀρθαῖς ὥστ ἔχειν κατάβασιν κλιμακώδη», Στράβ.) … Dictionary of Greek